υδατογραφικός

υδατογραφικός
-ή, -ό
επίρρ. που αναφέρεται στην υδατογραφία, που έγινε με υδατογραφία: Υδατογραφικός πίνακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδατογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδατογραφία ή αυτός που έγινε με την τεχνική τής υδατογραφίας (α. «υδατογραφική μέθοδος» β. «υδατογραφικός πίνακας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”